μιθριδατισμός

μιθριδατισμός
(Ιατρ.). Ο εθισμός του οργανισμού σε μεταλλικές ή οργανικές τοξικές ουσίες, που προκαλείται με τη λήψη μικρών αρχικά δόσεων, οι οποίες σταδιακά αυξάνουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο οργανισμός του οποίου είχε εθιστεί στο δηλητήριο, εξαιτίας της συστηματικής λήψης. Ο μ. αποτελεί χημική προσαρμογή, ο μηχανισμός της οποίας ερευνήθηκε από τον Ντανιλέβσκι. Για να εμφανιστεί μ. πρέπει να υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: μεγάλη βραδύτητα των αθροιστικών αποτελεσμάτων και συνεχής λήψη τοξικών ουσιών, γιατί διαφορετικά σημειώνεται σταδιακή απώλεια του εθισμού.
* * *
ο (Α μιθριδατισμός και μιθραδατισμός)
νεοελλ.
ανοσία προς ανόργανη ή οργανική τοξική ουσία, η οποία αποκτάται με βαθμιαίο εθισμό τού οργανισμού σε προοδευτικά ισχυρότερες δόσεις δηλητηρίου
αρχ.
το να συντάσσεται κανείς με τον Μιθριδάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μιθριδάτης + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιθριδατισμός — ο βαθμιαίος εθισμός του οργανισμού σε δηλητηριώδεις ουσίες για να αποφύγει τη δηλητηρίαση (από το όνομα του βασιλιά Μιθριδάτη ΣT’ ο οποίος είχε συνηθίσει σε τέτοιες ουσίες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιθραδατισμός — μιθραδατισμός, ὁ (Α) βλ. μιθριδατισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”